Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλέγομαι
συνδιάληψις
View word page
συνδιακονέω
συνδιᾱκονέω,
A). v. συνδιακτορέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδιακονέω
Headword (normalized):
συνδιακονέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακονεω
IDX:
99675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδιᾱκονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνδιακτορέω</span> .</div> </div><br><br>'}