Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
συνδιακόπτω
συνδιακοσμέω
συνδιακρίνω
συνδιακτορέω
συνδιάκτορος
View word page
συνδιακαίω
συνδια-καίω
,
A).
burn
or
heat through at the same time
,
Plu.
2.752d
( Pass.).
ShortDef
burn
Debugging
Headword:
συνδιακαίω
Headword (normalized):
συνδιακαίω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακαιω
IDX:
99671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99672
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-καίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burn</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">heat through at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.752d </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}