Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακονέω
συνδιάκονος
View word page
συνδιαίτημα
συνδῐαίτ-ημα, ατος, τό, = sq., Agath. 3.13 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδιαίτημα
Headword (normalized):
συνδιαίτημα
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιτημα
IDX:
99666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδῐαίτ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:3:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:3.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 3.13 </a> (pl.).</div><br><br>'}