Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
συνδιάκειμαι
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
View word page
συνδιαίρω
συνδι-αίρω,
A). help to lift upwards, ἵππος .. τῷ ὁμοζύγῳ ς. τὸ ὄχημα Them. Or. 20.234c .


ShortDef

help to lift upwards

Debugging

Headword:
συνδιαίρω
Headword (normalized):
συνδιαίρω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιρω
IDX:
99664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-αίρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to lift upwards</span>, <span class="quote greek">ἵππος .. τῷ ὁμοζύγῳ ς. τὸ ὄχημα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg020:234c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg020:234c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 20.234c </a> .</div> </div><br><br>'}