Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
συνδιαιωνίζω
συνδιακαίω
View word page
συνδιαθερμαίνω
συνδια-θερμαίνω,
A). warm thoroughly together, Hp. Morb. 1.24 .


ShortDef

warm thoroughly together

Debugging

Headword:
συνδιαθερμαίνω
Headword (normalized):
συνδιαθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαθερμαινω
IDX:
99661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-θερμαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warm thoroughly together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg023:1:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg023:1.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Morb.</span> 1.24 </a>.</div> </div><br><br>'}