Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδίαιτος
View word page
συνδιαδίδωμι
συνδια-δίδωμι,
A). absorb, ἔλαιον Diocl.Fr. 147 .


ShortDef

absorb

Debugging

Headword:
συνδιαδίδωμι
Headword (normalized):
συνδιαδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαδιδωμι
IDX:
99659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">absorb</span>, <span class="quote greek">ἔλαιον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0664.tlg001:147" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0664.tlg001:147/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diocl.Fr.</span> 147 </a> .</div> </div><br><br>'}