Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
συνδιαιρέω
συνδιαίρω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτημα
συνδιαίτησις
View word page
συνδιαγωγή
συνδι-ᾰγωγή, ,
A). living together, association, D.L. 10.6 , Cod.Just. 1.3.43(44).1 .


ShortDef

living together, association

Debugging

Headword:
συνδιαγωγή
Headword (normalized):
συνδιαγωγή
Headword (normalized/stripped):
συνδιαγωγη
IDX:
99657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδι-ᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">living together, association</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:10:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:10.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 10.6 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 1.3.43(44).1 </span>.</div> </div><br><br>'}