Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδημότης
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
συνδιαθερμαίνω
συνδιαθέω
View word page
συνδιαβρέχω
συνδια-βρέχω
,
A).
wet through together
,
Gal.
6.421
( Pass.).
ShortDef
wet through together
Debugging
Headword:
συνδιαβρέχω
Headword (normalized):
συνδιαβρέχω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβρεχω
IDX:
99652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99653
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wet through together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.421 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}