Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργέω
συνδημιουργός
συνδημότης
συνδῃόω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβαπτίζομαι
συνδιαβαστάζω
συνδιαβιβάζω
συνδιαβρέχω
συνδιαγίγνομαι
συνδιαγιγνώσκω
συνδιαγνωμονέω
συνδιάγω
συνδιαγωγή
συνδιαδέχομαι
συνδιαδίδωμι
συνδιαζώννυμι
View word page
συνδιαβαστάζω
συνδια-βαστάζω,
A). carry through together with, Eust. 1603.62 .


ShortDef

carry through together with

Debugging

Headword:
συνδιαβαστάζω
Headword (normalized):
συνδιαβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβασταζω
IDX:
99650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδια-βαστάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry through together with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1603:62" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1603.62/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1603.62 </a>.</div> </div><br><br>'}