Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
συνδέχομαι
View word page
συνδέσμιος
συνδέσμ-ιος, ον,
A). convinctus, Gloss.


ShortDef

convinctus

Debugging

Headword:
συνδέσμιος
Headword (normalized):
συνδέσμιος
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμιος
IDX:
99628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδέσμ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convinctus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}