Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
συνδετικός
σύνδετος
συνδεύω
View word page
συνδεσμικός
συνδεσμ-ικός, , όν,
A). conjunctive, A.D. Conj. 235.5 , al.


ShortDef

conjunctive

Debugging

Headword:
συνδεσμικός
Headword (normalized):
συνδεσμικός
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμικος
IDX:
99627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδεσμ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjunctive</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg003:235:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg003:235.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Conj.</span> 235.5 </a>, al.</div> </div><br><br>'}