Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
συνδενδρία
συνδενδρόομαι
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδερμον
σύνδεσις
συνδεσμεύω
συνδεσμικός
συνδέσμιος
συνδεσμοειδής
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδεσποτεύω
συνδετέος
συνδέτης
View word page
σύνδερμον
σύνδερμον, τό,
A). a common hide, Tz. ad Lyc. 88 .


ShortDef

a common hide

Debugging

Headword:
σύνδερμον
Headword (normalized):
σύνδερμον
Headword (normalized/stripped):
συνδερμον
IDX:
99624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνδερμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a common hide</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> </span> ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 88 </span>.</div> </div><br><br>'}