Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδαμιοργός
συνδάμναμαι
συνδανείζομαι
συνδαπανάω
συνδασύνω
συνδαυχναφόρος
συνδεαίνω
συνδεδεμένως
συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
View word page
συνδεαίνω
συνδεαίνω,
A). v. συνδυαίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδεαίνω
Headword (normalized):
συνδεαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδεαινω
IDX:
99609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδεαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνδυαίνω</span> .</div> </div><br><br>'}