Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνδαιταλεύς
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδαμιοργός
συνδάμναμαι
συνδανείζομαι
συνδαπανάω
συνδασύνω
συνδαυχναφόρος
συνδεαίνω
συνδεδεμένως
συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
View word page
συνδαυχναφόρος
συνδαυχνᾱφόρος
,
ὁ
,
A).
fellow
-δαυχναφόρος
,
IG
9(2).1027
(Thess.).
ShortDef
fellow
Debugging
Headword:
συνδαυχναφόρος
Headword (normalized):
συνδαυχναφόρος
Headword (normalized/stripped):
συνδαυχναφορος
IDX:
99608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99609
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδαυχνᾱφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span> <span class="foreign greek">-δαυχναφόρος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).1027 </span> (Thess.).</div> </div><br><br>'}