Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνδαίνυμι
συνδαιταλεύς
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδαμιοργός
συνδάμναμαι
συνδανείζομαι
συνδαπανάω
συνδασύνω
συνδαυχναφόρος
συνδεαίνω
συνδεδεμένως
συνδέδια
συνδείκνυμι
συνδεινόω
συνδειπνέω
συνδείπνιον
σύνδειπνον
σύνδειπνος
View word page
συνδασύνω
συνδᾰσύνω,
A). aspirate also, EM 317.47 ( Pass.).


ShortDef

aspirate also

Debugging

Headword:
συνδασύνω
Headword (normalized):
συνδασύνω
Headword (normalized/stripped):
συνδασυνω
IDX:
99607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνδᾰσύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aspirate also,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 317.47 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}