Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναφηβάω
συναφής
συναφιδρύομαι
συναφίημι
συναφικνέομαι
συναφίστημι
συναφομοιόω
συναφορίζω
συνάχθομαι
συνάχνυμαι
συναχυρηγέω
σύναψις
συνάωρ
συνβετρανός
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαιταλεύς
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
View word page
συναχυρηγέω
συνᾰχῠρηγέω,
A). assist in transporting chaff, PCair.Zen. 176.212 (iii B.C.).


ShortDef

assist in transporting chaff

Debugging

Headword:
συναχυρηγέω
Headword (normalized):
συναχυρηγέω
Headword (normalized/stripped):
συναχυρηγεω
IDX:
99592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνᾰχῠρηγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in transporting chaff,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PCair.Zen.</span> 176.212 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}