Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
συναφηβάω
συναφής
συναφιδρύομαι
συναφίημι
συναφικνέομαι
συναφίστημι
συναφομοιόω
συναφορίζω
συνάχθομαι
συνάχνυμαι
συναχυρηγέω
σύναψις
συνάωρ
συνβετρανός
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαιταλεύς
συνδαίτης
View word page
συναφορίζω
συναφ-ορίζω,
A). mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu. 2.425b .


ShortDef

mark off together

Debugging

Headword:
συναφορίζω
Headword (normalized):
συναφορίζω
Headword (normalized/stripped):
συναφοριζω
IDX:
99589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναφ-ορίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mark off together</span>, <span class="quote greek">ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.425b </span> .</div> </div><br><br>'}