Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναυδάω
συναυλέω
συναυλία1
συναυλία2
συναυλίζομαι
σύναυλος
σύναυλος
συναυξάνω
συναύξημα
συναύξησις
συναυξομειόομαι
συναυχμέω
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συνάφεια
συνάφεσις
συναφέψω
συναφή
συναφηβάω
συναφής
συναφιδρύομαι
View word page
συναυξομειόομαι
συναυξομειόομαι, Pass.,
A). increase and decrease together with, τῷ Νείλῳ Str. Chr. 17.38 .


ShortDef

increase and decrease together with

Debugging

Headword:
συναυξομειόομαι
Headword (normalized):
συναυξομειόομαι
Headword (normalized/stripped):
συναυξομειοομαι
IDX:
99574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναυξομειόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">increase and decrease together with</span>, <span class="quote greek">τῷ Νείλῳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 17.38 </span> .</div> </div><br><br>'}