συνασκέω
συνασκ-έω,
2). train, educate, or discipline fully, , 4.67 6.23 ; ς. τὴν αἴσθησιν Lys. 11 ; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Rh. 7.4 ; ἔν τινι M. 1.190 ; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους VS p.487 ; ς. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι :— Pass., 2.72 φάλαγξ συνησκημένη Cleom. 20 ; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς,. . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Ep. 67.1 ; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Vit.Hippocr. 4 ; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου ; 3.29 -ησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Rh. 1.58 , 77
4). συνησκημένος, = agitatus,