Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
συνασπάζομαι
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασπιστικὴ
View word page
συνασθενέω
συνασθενέω
,
A).
to be ill together with
,
συνασθενούσης τῷ σώματι τῆς διανοίας
Chor.
Milt.
68
.
ShortDef
to be ill together with
Debugging
Headword:
συνασθενέω
Headword (normalized):
συνασθενέω
Headword (normalized/stripped):
συνασθενεω
IDX:
99533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99534
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνασθενέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be ill together with</span>, <span class="quote greek">συνασθενούσης τῷ σώματι τῆς διανοίας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Chor.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Milt.</span> 68 </span> .</div> </div><br><br>'}