Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
συνασμενίζω
συνασοφέω
View word page
συναρχοστατέομαι
συναρχ-οστᾰτέομαι, Med.,
A). take part in elections, IG 9(1).32.13 (Stiris, ii B.C.).


ShortDef

take part in elections

Debugging

Headword:
συναρχοστατέομαι
Headword (normalized):
συναρχοστατέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρχοστατεομαι
IDX:
99527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99528
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρχ-οστᾰτέομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take part in elections,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 9(1).32.13 </span> (Stiris, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}