Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
συνασκέω
συνάσκησις
View word page
συναρχομένως
συναρχ-ομένως
, Adv.
A).
with the same beginning,
EM
306.48
,
An.Ox.
2.412
.
ShortDef
with the same beginning
Debugging
Headword:
συναρχομένως
Headword (normalized):
συναρχομένως
Headword (normalized/stripped):
συναρχομενως
IDX:
99525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99526
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρχ-ομένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with the same beginning,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 306.48 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.412 </span>.</div> </div><br><br>'}