Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
συνασθενέω
View word page
συναρχίνη
συναρχ-ίνη [ῑ],,
A). joint -ἀρχ(ἐ, dub. in IG 12(5).659.9 (Syros).


ShortDef

joint

Debugging

Headword:
συναρχίνη
Headword (normalized):
συναρχίνη
Headword (normalized/stripped):
συναρχινη
IDX:
99523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99524
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρχ-ίνη</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint</span> <span class="foreign greek">-ἀρχ(ἐ</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).659.9 </span> (Syros).</div> </div><br><br>'}