Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
συνασεβέω
συνασελγαίνω
View word page
συναρχιεράομαι
συναρχιεράομαι,
A). to be a colleague in the high-priesthood, τινι with one, CIG 4385.12 (Isauria).


ShortDef

to be a colleague in the high-priesthood

Debugging

Headword:
συναρχιεράομαι
Headword (normalized):
συναρχιεράομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρχιεραομαι
IDX:
99522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρχιεράομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a colleague in the high-priesthood</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with</span> one, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 4385.12 </span> (Isauria).</div> </div><br><br>'}