Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
συναρχίς
συναρχομένως
σύναρχος
συναρχοστατέομαι
συνάρχω
συναρωγός
συνασβολόω
View word page
συναρχαιρεσιάζω
συναρχαιρεσιάζω,
A). help in canvassing for election, Plu. 2.97a , 200c .


ShortDef

help in canvassing for election

Debugging

Headword:
συναρχαιρεσιάζω
Headword (normalized):
συναρχαιρεσιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναρχαιρεσιαζω
IDX:
99520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99521
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρχαιρεσιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help in canvassing for election</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.97a </span>, <span class="bibl"> 200c </span>.</div> </div><br><br>'}