συναρτίζω
συναρτ-ίζω,
A). accommodate, ὑποτακτικὴ ἔγκλισις συνηρτισμένη οἷς ὑποτέτακται subjunctive mood being accommodated to the conjunction which governs it, Synt. 246.16 ; f.l. for συναπαρτίζω in Comp. 22 .
II). συνηρτίζοντο· συνηθροίζοντο,