Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναρμόττω
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
συναρχία
συναρχιεράομαι
συναρχίνη
View word page
συναρρωστέω
συναρρωστέω,
A). to be sick with or together, Gal. 15.241 , 17(2).423 .


ShortDef

to be sick with

Debugging

Headword:
συναρρωστέω
Headword (normalized):
συναρρωστέω
Headword (normalized/stripped):
συναρρωστεω
IDX:
99513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρρωστέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sick with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.241 </span>, <span class="bibl"> 17(2).423 </span>.</div> </div><br><br>'}