Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναρμόττω
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
συναρχαιρεσιάζω
View word page
συναροτριάω
συναροτριάω,
A). bring under the plough, in Pass., συνηροτριαμένη prob. in Milet. 6.36 (iii B.C.).


ShortDef

bring under the plough

Debugging

Headword:
συναροτριάω
Headword (normalized):
συναροτριάω
Headword (normalized/stripped):
συναροτριαω
IDX:
99510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναροτριάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring under the plough</span>, in Pass., <span class="foreign greek">συνηροτριαμένη</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Milet.</span> 6.36 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}