Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναρμόττω
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
συναρτύω
View word page
συναρμόττω
συναρμ-όττω
, Att. for
συναρμόζω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συναρμόττω
Headword (normalized):
συναρμόττω
Headword (normalized/stripped):
συναρμοττω
IDX:
99509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99510
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρμ-όττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">συναρμόζω</span> (q.v.).</div><br><br>'}