Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρμογή
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναρμόττω
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
συναρρωστέω
σύναρσις
συναρτάω
συνάρτησις
συναρτίζω
συναρτύνω
View word page
συναρμοττόντως
συναρμ-οττόντως, Adv. pres. part. of sq.,
A). fittingly, Pl. Lg. 967e .


ShortDef

fittingly

Debugging

Headword:
συναρμοττόντως
Headword (normalized):
συναρμοττόντως
Headword (normalized/stripped):
συναρμοττοντως
IDX:
99508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρμ-οττόντως</span>, Adv. pres. part. of sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fittingly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:967e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:967e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 967e </a>.</div> </div><br><br>'}