Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρίθμ
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
συναρμοττόντως
συναρμόττω
συναροτριάω
συναρπαγή
συναρπάζω
View word page
συναρμονιάω
συναρμονιάω,
A). fit together, Sch. Ar. Eq. 463 .


ShortDef

fit together

Debugging

Headword:
συναρμονιάω
Headword (normalized):
συναρμονιάω
Headword (normalized/stripped):
συναρμονιαω
IDX:
99502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρμονιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fit together</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:463" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:463/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 463 </a>.</div> </div><br><br>'}