Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμ
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
συναρμοστικός
View word page
συναρκέομαι
συναρκέομαι,
A). acquiesce in, put up with, τινι Thphr. Char. 3.6 .


ShortDef

to acquiesce along with

Debugging

Headword:
συναρκέομαι
Headword (normalized):
συναρκέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναρκεομαι
IDX:
99497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρκέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">acquiesce in, put up with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg009:3:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg009:3.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Char.</span> 3.6 </a>.</div> </div><br><br>'}