Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμ
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
σύναρμος
συνάρμοσις
συναρμοστέον
συναρμοστής
View word page
συνάριστος
συνάριστος [], ον,(ἄριστον)
A). breakfasting with, Luc. Asin. 21 .


ShortDef

breakfasting with

Debugging

Headword:
συνάριστος
Headword (normalized):
συνάριστος
Headword (normalized/stripped):
συναριστος
IDX:
99496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάριστος</span> [<span class="orth greek">ᾱ</span>], <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἄριστον</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">breakfasting with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg001:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg001:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Asin.</span> 21 </a>.</div> </div><br><br>'}