Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναρέσκω
συναρθμέω
συνάρθμιος
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμ
συνάριθμος
συναριστάω
συναριστεύω
συνάριστος
συναρκέομαι
συναρμογή
συναρμόζω
συναρίθμοξα
συναρμολογέω
συναρμονιάω
View word page
συναρίθμ
συναρίθμ[ιος],[ον], = sq. 1 , ὀνομασία prob. in PMasp. 151.166 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναρίθμ
Headword (normalized):
συναρίθμ
Headword (normalized/stripped):
συναριθμ
IDX:
99492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναρίθμ</span>[<span class="orth greek">ιος</span>],[<span class="itype greek">ον</span>], = sq. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:1/canonical-url/"> 1 </a>, <span class="foreign greek">ὀνομασία</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 151.166 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}