Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπτέον
συναπτικός
συναπτός
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναραχνόομαι
συναρέσκω
συναρθμέω
συνάρθμιος
συναρθμόομαι
συναρθρόομαι
σύναρθρος
συνάρθρωσις
συναριθμέω
συναρίθμησις
συναριθμητέον
συναρίθμ
συνάριθμος
συναριστάω
View word page
συνάρθμιος
συνάρθμ-ιος, ον, stronger form of ἄρθμιος, Opp. H. 5.424 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνάρθμιος
Headword (normalized):
συνάρθμιος
Headword (normalized/stripped):
συναρθμιος
IDX:
99484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνάρθμ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, stronger form of <span class="foreign greek">ἄρθμιος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:5:424" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:5.424/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 5.424 </a>.</div><br><br>'}