Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
συναποτίθεμαι
συναποτίκτω
συναποτίλλω
συναποτίνω
συναποτρέπω
συναποτροχάζω
συναποφαίνω
συναπόφασις
συναποφάσκω
View word page
συναποτερματίζομαι
συναπο-τερμᾰτίζομαι, Pass.,
A). to be conterminous with, τῷ σώματι Sch. Od. 19.242 .


ShortDef

to be conterminous with

Debugging

Headword:
συναποτερματίζομαι
Headword (normalized):
συναποτερματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποτερματιζομαι
IDX:
99457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-τερμᾰτίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be conterminous with</span>, <span class="foreign greek">τῷ σώματι</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:19:242" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:19.242/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 19.242 </a>.</div> </div><br><br>'}