Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποπτύω
συναπορέω
συναπορρέω
συναπορρήγνυμι
συναπορρίπτω
συναπορρύπτομαι
συναποσβέννυμι
συναποσεμνύνω
συναποσπάω
συναποστάζω
συναποστάτης
συναποστέλλω
συναποστενόω
συναποστερέω
συναποσύρω
συναποσφίγγω
συναποτείνω
συναποτελέω
συναποτέμνω
συναποτερματίζομαι
συναποτεφρόω
View word page
συναποστάτης
συναπο-στάτης [ᾰ],,
A). fellow-rebel, D.S. 15.66 .


ShortDef

fellow-rebel

Debugging

Headword:
συναποστάτης
Headword (normalized):
συναποστάτης
Headword (normalized/stripped):
συναποστατης
IDX:
99448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-στάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-rebel</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:15:66" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:15.66/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 15.66 </a>.</div> </div><br><br>'}