Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπολύω
συναπομαλάσσω
συναπομαραίνομαι
συναπομειόω
συναπονεύω
συναπονίναμαι
συναπονοέομαι
συναποξύω
συναποπαύομαι
συναποπέμπω
συναποπίπτω
συναποπλέω
συναποπτύω
συναπορέω
συναπορρέω
συναπορρήγνυμι
συναπορρίπτω
συναπορρύπτομαι
συναποσβέννυμι
συναποσεμνύνω
συναποσπάω
View word page
συναποπίπτω
συναπο-πίπτω,
A). fall off at the same time, Id. 17(1).672 .


ShortDef

fall off at the same time

Debugging

Headword:
συναποπίπτω
Headword (normalized):
συναποπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συναποπιπτω
IDX:
99436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall off at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 17(1).672 </span>.</div> </div><br><br>'}