Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναπόκειμαι
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
συναποκτίννυμι
συναποκυλίνδω
συναπολαμβάνω
View word page
συναποκληρόω
συναπο-κληρόω,
A). choose, assign, Porph. Chr. 35 .


ShortDef

choose, assign

Debugging

Headword:
συναποκληρόω
Headword (normalized):
συναποκληρόω
Headword (normalized/stripped):
συναποκληροω
IDX:
99407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-κληρόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">choose, assign</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg023:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg023:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 35 </a>.</div> </div><br><br>'}