Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποθλίβω
συναποθνήσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναπόκειμαι
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
συναποκλύζω
συναποκομίζω
συναποκόπτω
συναποκρίνομαι
συναποκρύπτω
συναποκτείνω
View word page
συναπόκειμαι
συναπό-κειμαι, f.l. in S. OC 1752 ; cf. ξυνός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπόκειμαι
Headword (normalized):
συναπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συναποκειμαι
IDX:
99404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99405
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπό-κειμαι</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:1752" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:1752/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">OC</span> 1752 </a>; cf. <span class="foreign greek">ξυνός</span>.</div><br><br>'}