Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνήσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναπόκειμαι
συναποκινδυνεύω
συναποκλείω
συναποκληρόω
συναποκλίνω
View word page
συναποκαθαίρομαι
συναπο-κᾰθαίρομαι, Pass.,
A). to be washed off together with, c. dat., Dsc. 1.8 .


ShortDef

to be washed off together with

Debugging

Headword:
συναποκαθαίρομαι
Headword (normalized):
συναποκαθαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποκαθαιρομαι
IDX:
99398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-κᾰθαίρομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be washed off together with</span>, c. dat., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.8 </span>.</div> </div><br><br>'}