συναποθνήσκω
συναπο-θνήσκω,
A). die together with, τινι , 3.16 5.47 ; αἱ δυνάμεις ς. τοῖς σώμασι Ep. 8.5 : abs., opp. συζῆν, 2 Ep.Cor. 7.3 , ; 6.249b συναποθνῄσκοντες, title of comedy by Diphilus, Ter. Adelph.Prol. 6 ; ὧν τὰ συγγράμματα τοῖς μὲν ἤδη συναπέθανε, τοῖς δὲ συντεθνήξεται ; 15.68 τοῦ ἀποθανόντος οὐ ς. ἡ ψυχή Phd. 88d ; ς. νοσήματα, i.e. cling to one until death, Aph. 2.39 , cf. GA 775b34 .