Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνήσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
συναπόκειμαι
View word page
συναποθλίβω
συναπο-θλίβω
[ῑ]
,
A).
crush together
,
Dsc.
4.153
.
ShortDef
crush together
Debugging
Headword:
συναποθλίβω
Headword (normalized):
συναποθλίβω
Headword (normalized/stripped):
συναποθλιβω
IDX:
99394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99395
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-θλίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crush together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.153 </span>.</div> </div><br><br>'}