Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνήσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
συναποκάμνω
συναποκατάστασις
View word page
συναποθλάω
συναπο-θλάω
,
A).
pound up together
,
Cleopatra
ap.
Gal.
12.404
.
ShortDef
pound up together
Debugging
Headword:
συναποθλάω
Headword (normalized):
συναποθλάω
Headword (normalized/stripped):
συναποθλαω
IDX:
99393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99394
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-θλάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pound up together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cleopatra</span> </span> ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.404 </span>.</div> </div><br><br>'}