Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
συναποθεόω
συναποθλάω
συναποθλίβω
συναποθνήσκω
συναποικίζω
συναποίχομαι
συναποκαθαίρομαι
συναποκαθίστημι
συναποκαλέω
συναποκαλύπτω
View word page
συναποδέλγομαι
συναπο-δέλγομαι,
A). bewitch, IG 12(7) p.1 (Arcesine, dub.l.).


ShortDef

bewitch

Debugging

Headword:
συναποδέλγομαι
Headword (normalized):
συναποδέλγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποδελγομαι
IDX:
99391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-δέλγομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewitch,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(7) </span> <span class="bibl"> p.1 </span> (Arcesine, dub.l.).</div> </div><br><br>'}