Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
συναποθεόω
View word page
συναποδέχομαι
συναπο-δέχομαι,
A). join in admitting, -δεδέχθαι [τὸ τέμενος] ἄσυλον εἶμεν SIG 629.18 (Aetolia, ii B.C.).


ShortDef

join in admitting

Debugging

Headword:
συναποδέχομαι
Headword (normalized):
συναποδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
συναποδεχομαι
IDX:
99382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in admitting</span>, <span class="quote greek">-δεδέχθαι [τὸ τέμενος] ἄσυλον εἶμεν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 629.18 </span> (Aetolia, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}