Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδίδωμι
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμαστέον
συναποδύομαι
συναποδύρομαι
συναποδέλγομαι
View word page
συναποδέρω
συναπο-δέρω,
A). skin together, Gal. 2.364 , 8.103 .


ShortDef

skin together

Debugging

Headword:
συναποδέρω
Headword (normalized):
συναποδέρω
Headword (normalized/stripped):
συναποδερω
IDX:
99381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99382
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-δέρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skin together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.364 </span>, <span class="bibl"> 8.103 </span>.</div> </div><br><br>'}