Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέρω
συναποδέχομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
View word page
συναπογίγνομαι
συναπο-γίγνομαι,
A). to be absent together, Anon.in Rh. 1.607 W.


ShortDef

to be absent together

Debugging

Headword:
συναπογίγνομαι
Headword (normalized):
συναπογίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπογιγνομαι
IDX:
99374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-γίγνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be absent together</span>, Anon.in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0598.tlg001:1:607" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0598.tlg001:1.607/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rh.</span> 1.607 </a> W.</div> </div><br><br>'}