Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
συναπογυμνόομαι
συναποδείκνυμι
συναποδεικτέον
συναπόδειξις
συναποδέρω
συναποδέχομαι
View word page
συναποβρέχω
συναπο-βρέχω,
A). macerate along with, Dsc. 1.47 .


ShortDef

macerate along with

Debugging

Headword:
συναποβρέχω
Headword (normalized):
συναποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
συναποβρεχω
IDX:
99372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99373
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπο-βρέχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">macerate along with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.47 </span>.</div> </div><br><br>'}