Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνάπειμι
συναπελαύνω
συναπελευθερική
συναπεμπολάω
συναπεργάζομαι
συναπερείδω
συναπέρχομαι
συναπευθύνω
συναπεχθάνομαι
συναπέχω
συναπίσταμαι
συναπλόω
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναποβιάζομαι
συναποβλέπω
συναποβρέχω
συναπογεννάω
συναπογίγνομαι
συναπογραπτέον
συναπογράφομαι
View word page
συναπίσταμαι
συναπίσταμαι, Ion. for συναφίσταμαι (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπίσταμαι
Headword (normalized):
συναπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συναπισταμαι
IDX:
99366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-99367
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συναπίσταμαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">συναφίσταμαι</span> (q.v.).</div><br><br>'}